Η Ελλάδα έχει ανακάμψει πλήρως από τις πληγές που προκάλεσε η κρίση της πανδημίας και, μάλιστα, τα πήγε πολύ καλύτερα από ό,τι οι εταίροι της αναφέρει ηο Οίκος Capital Economics, σε έκθεσή του που έδωσε χθες στη δημοσιότητα.
Ο διεθνής ανεξάρτητος Οίκος έδωσε νέα σημαντικά αναθεωρημένη πρόβλεψη, σημειώνοντας πως, δεδομένης της ισχυρής απόδοσης της ελληνικής οικονομίας το α’ τρίμηνο, αναμένει πλέον ότι η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα είναι περίπου 5,5% φέτος, από 3,5% που προέβλεπε πριν και διαφοροποιούμενος σημαντικά από τον ΟΟΣΑ που προβλέπει 2,8% ή την Τράπεζα της Ελλάδος που εκτιμα ότι ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ το 2022 θα είναι 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο.
“Οι προοπτικές είναι σταθερές”
Οι εκτιμήσεις του Οίκου έρχονται δύο μήνες μετά την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τη βαθμίδα ΒΒ σε ΒΒ+, με σταθερό outlook στην οποία προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard&Poor’s, φέρνοντας τη χώρα μόλις ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι προοπτικές είναι σταθερές, ο Οίκος Standard&Poor’s, αντανακλώντας τους ισορροπημένους κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, με αντίβαρο την ισχυρή στήριξη που παρέχει η ΕΕ και η εγχώρια μεταρρυθμιστική δυναμική, τονίζει ο αμερικανικός οίκος.
Η αναβάθμιση, αναφέρει, αντανακλά τις προσδοκίες της S&P για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της Ελλάδας, ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες δεδομένων των σημαντικών αποθεματικών ασφαλείας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.
Οι εκτιμήσεις του Οίκου Capital Economics για την Ελληνικλη οικονομία
Η Capital Economics, στην έκθεσή της, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, τονίζει πως:
- Η χώρα είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους κινδύνους από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
- Τα έσοδα από τον τουρισμό θα δώσουν ώθηση στο ελληνικό ΑΕΠ. Η πείρα του προηγούμενου έτους δείχνει ότι τα έσοδα από τον τουρισμό θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο και πιθανότατα θα ξεπεράσουν τα επίπεδά τους του 2019 τους επόμενους μήνες.
- Το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το α’ τρίμηνο (σε τριμηνιαία βάση), φέρνοντάς το στο 3% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα του. Αυτή είναι η ισχυρότερη ανάκαμψη από ό,τι σε άλλες χώρες του Νότου της Ευρωζώνης και σε όλες τις μεγάλες βασικές οικονομίες εκτός από την Ολλανδία.
- Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης είναι αρκετά θετικές για την Ελλάδα, αποδίδοντας το κυρίως στην ισχυρή τουριστική περίοδο.
- Ο μεταποιητικός τομέας, αν και περιορισμένος, τα πηγαίνει επίσης αρκετά καλά. Η παραγωγή ήταν κατά 10% πάνω από το επίπεδο προ πανδημίας τον Μάρτιο του 2022 και ο δείκτης μεταποίησης PMI υποδηλώνει ότι, αν και η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, η παραγωγή εξακολουθεί να επεκτείνεται.
- Ο ευρύτερος δείκτης οικονομικού κλίματος υποδηλώνει επίσης ότι η ανάπτυξη δεν έχει επιβραδυνθεί σημαντικά. Οι εξαγωγές της Ελλάδας στη Ρωσία αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% της οικονομίας της, επομένως το άμεσο πλήγμα από το μειωμένο εμπόριο θα είναι μικρό.
- Η απασχόληση αυξήθηκε πολύ γρήγορα, με διψήφιο ρυθμό σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο. Καθώς φαίνεται να υπάρχει ακόμη κάποια πλεονάζουσα ικανότητα στην αγορά εργασίας, η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται για κάποιο χρονικό διάστημα.
- Αν και το μεγάλο δημόσιο χρέος της Ελλάδας σκιάζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές, οι κίνδυνοι είναι αρκετά χαμηλοί για τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια.
- Ο λόγος χρέους μειώθηκε από 206% το 2020 σε 193% πέρυσι και πρόκειται να μειωθεί περαιτέρω λόγω της ταχείας αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του βελτιωμένου πρωτογενούς δημοσιονομικού ισοζυγίου.
- Το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους είναι επίσης λιγότερο ευάλωτο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε σύγκριση με άλλες χώρες.
- Το spread στα ελληνικά ομόλογα αυξήθηκε καθώς η ΕΚΤ κατήργησε το PEPP, ωστόσο, με την αξιολόγηση BB+ από τη Standard and Poor’s, η Ελλάδα είναι πιθανό να λάβει επενδυτική βαθμίδα εντός περίπου δώδεκα μηνών, γεγονός που θα την καθιστούσε επιλέξιμη για συμπερίληψη στα βασικά προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ.
- Στα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία συγκαταλέγεται ο πληθωρισμός, που τον Μάιο έπιασε το 10,7%, λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια άνω του 60%.
- Ο πληθωρισμός θα συμπιέσει τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και θα μειώσει την κατανάλωση. Το χτύπημα στα πραγματικά εισοδήματα θα περιοριστεί από την αύξηση κατά 9% του κατώτατου μισθού.
“Η Ελλάδα θα παραμείνει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης”
Οι εκτιμήσεις του ανεξάρτητου διεθνούς Οίκου διατυπώνονται ενώ η συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, και οι προοπτικές ισχυρής ανάκαμψης της χώρας εμφανίζονται συγκρατημένες μεν, αλλά ακόμη θετικές.
Όπως εκτιμά ο CEO της Τράπεζα Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου:
- Παρά τις δυσκολίες που προκύπτουν από το διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα θα παραμείνει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξηςθ. «Πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός θα εξομαλυνθεί από το 6%-7% και θα σταθεροποιηθεί το 2023 στον ευρωπαϊκό μέσο όρο γύρω στο 2%-3%. Η ανάπτυξη θα κυμανθεί φέτος στο 3%-4% και θα συμβάλλει στην εξομάλυνση των πληθωριστικών πιέσεων
- Οι δυνατότητες χρηματοδότησης που έχουν οι τράπεζες, σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, μπορούν, εκτός απροόπτου, να μετριάσουν την επίπτωση από την διεθνή αβεβαιότητα.
- Όσον αφορά τον πληθωρισμό, θα διαμορφωθεί στην Ελλάδα κατά μέσο όρο στο 6,5% έναντι 4% πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η άνοδος του πληθωρισμού πάντως, όπως επισήμανε ο κ. Μεγάλου, θα έχει θετική επίπτωση στο χρέος, το οποίο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας, θα αποκλιμακωθεί στο 177% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, από 205% στο τέλος του 2021.
Από την πλευρά της η Eρurobank, σε ανάλυσή της, επισημαίνειότι η επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε όρους πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης το 1ο τρίμηνο 2022 ήταν από τις υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης ήταν ισχυρός και ανήλθε στο 2,3% σε τριμηναία βάση και σε 7,0% σε ετήσια βάση, από 0,8% και 8% αντιστοίχως το προηγούμενο τρίμηνο. Η εν λόγω επίδοση, στηριζόμενη κυρίως στην κατανάλωση αλλά και τις επενδύσεις παγίων, ήταν καλύτερη του αναμενομένου και μια από τις υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.


Πηγή: economico.gr