Η Αττική οδός έχει περάσει στην ιδιοκτησία του δημοσίου, καθώς ολοκληρώθηκε η περίοδος Παραχώρησης που προέβλεπε η σύμβαση. Ο Παραχωρησιούχος είχε συμμετάσχει στην κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου, αποσβένοντας το επενδυμένο κεφάλαιο και καταβάλλοντας το κέρδος που είχε συμφωνηθεί. Με την ολοκλήρωση της Παραχώρησης, η κυβέρνηση αντιμετώπισε δύο βασικές επιλογές: να προκηρύξει διαγωνισμό για τη λειτουργία και τη συντήρηση του δρόμου ή να προχωρήσει σε διαγωνισμό για την παραχώρηση με σκοπό την εισπράκτες επιπλέον τιμήματος.
Η απόφαση της κυβέρνησης να επιλέξει τη δεύτερη εκδοχή σήμαινε ότι θα εισπράξει 3,27 δισεκατομμύρια ευρώ από τον παραχωρησιούχο, τα οποία θα δοθούν στο ΤΑΙΠΕΔ. Αυτή η επιλογή, ωστόσο, είχε συνέπειες για τους χρήστες του δρόμου, καθώς ο Παραχωρησιούχος θα αναγκαστεί να αποσβέσει την επένδυση και να κερδίσει σε διάστημα 25 ετών.
Η διατήρηση των διοδίων στο ίδιο επίπεδο με την προηγούμενη περίοδο οφείλεται στην ανάγκη του Παραχωρησιούχου να επενδύσει και να αποσβέσει το κεφάλαιο του. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μείωση κατά 0,30 λεπτά στα ΙΧ είναι σχεδόν ασήμαντη και δεν αναμένεται να είναι βιώσιμη για τους χρήστες, καθώς οι τιμές αναμένεται να αυξηθούν με βάση τα δεδομένα της σύμβασης.
Η επιλογή της κυβέρνησης να διατηρήσει τον αυτοκινητόδρομο υπό ιδιωτική διαχείριση δημιουργεί έναν βαρύ έμμεσο φόρο για τους πολίτες, επιβαρύνοντας επιπλέον τους καταναλωτές που εξαρτώνται από τη μεταφορά προϊόντων μέσω του δρόμου. Στην παρούσα φάση, η χώρα μας διαπραγματεύεται με την υψηλότερη έμμεση φορολογία στην ΕΕ, γεγονός που ενισχύει την καταναλωτική πίεση.
Επιπλέον, η έλλειψη διαφάνειας από την πλευρά της κυβέρνησης εμποδίζει την πλήρη κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων των συμβάσεων ΣΔΙΤ. Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Σταϊκούρας, ανέφερε ότι τα 3,27 δισεκατομμύρια ευρώ θα επηρεάσουν τις δημόσιες οικονομικές ροές, φτάνοντας, μαζί με τις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας, σε ύψος άνω των επτά δισεκατομμυρίων ευρώ στα 25 χρόνια της παραχώρησης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η κυβέρνηση διάλεξε ένα μονοπάτι που επιβάλει επιπλέον φόρους στους πολίτες, ενώ παράλληλα αρνείται τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, διατηρώντας έτσι την εικόνα μιας πετυχημένης δημοσιονομικής πολιτικής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προγραμματισμένη απόδοση 7,5% από τα ετήσια έσοδα του Παραχωρησιούχου στο δημόσιο μπορεί τελικά να καταλήξει να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τους καταναλωτές.
Πηγή: tovima.gr