Αδιανόητο παραμένει το γιατί υπαναχωρήσαμε ξαφνικά από τη θέση μας ότι οι διαφορές με την Τουρκία είναι ευρωτουρκικές, καθώς επηρεάζουν τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πραγματικά, γιατί αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε σε έναν «διάλογο» σε αυτή τη συγκυρία, την ώρα που ο μόνος διμερείς διάλογος ήταν πάντα κάτι που επιθυμούσε η Τουρκία; Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αυτό το τραπέζι συζητήθηκαν μόνο οι διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος μας, με καμία διεκδίκηση από την Ελλάδα. Οι τουρκικές αξιώσεις κατά της Ελλάδας συνεχώς αυξάνονται, πράγμα που σημαίνει ότι ό,τι κερδίσει τελικά η Τουρκία θα είναι απώλεια για εμάς.
Οι πολιτικοί και οι ειδικοί προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι τυχόν υποχωρήσεις στις μακροχρόνιες «κόκκινες γραμμές» μας θα συνιστούν πρόοδο και οι ίδιοι θα έχουν οφέλη. Ακούγεται ότι η Τουρκία έχει «δικαιώματα» στο Αιγαίο λόγω των ακρογιαλιών της, και παρατηρείται ότι η εναρμόνιση των χωρικών μας υδάτων με τα εθνικά μας δικαιώματα μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη. Ωστόσο, η Ελλάδα δικαιούται βάσει του Δικαίου της Θάλασσας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., κάτι που θα ταυτίσει και τον εθνικό εναέριο χώρο της.
Η εξαγγελία της Ελλάδας για τη δημιουργία θαλασσίων πάρκων στο Αιγαίο αντιμετώπισε άμεσες αντιδράσεις από την Τουρκία, δημιουργώντας την αντίληψη ότι αναγνωρίζουμε δικαιώματα της τελευταίας. Επιπλέον, το «θετικό κλίμα» στην ελληνική εξωτερική πολιτική έχει οδηγήσει σε σημαντικά οφέλη αποκλειστικά για την Τουρκία, όπως η αναβάθμιση των F-16 μέσω των ΗΠΑ και οι διαπραγματεύσεις για νέα μαχητικά. Η στρατηγική αυτή, αντί να ενδυναμώσει την Ελλάδα, φαίνεται να έχει βλάψει τα συμφέροντά της.
Παράλληλα, η τουρκική πολιτική απειλεί να αναδείξει την ταχύτητα της εξοπλιστικής της προσπάθειας και να προβάλει την Τουρκία ως περιφερειακή υπερδύναμη, προκαλώντας ανησυχίες για τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης αναμέτρησης. Παρόλη την ανάγκη διαλόγου, οι όροι αυτού υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία μας, όπως συνέβη και στο παρελθόν.
Σήμερα, η Τουρκία διατείνεται ότι επιθυμεί να συζητήσει όλα τα υφιστάμενα ζητήματα, ενώ εμείς δηλώνουμε ότι το μόνο θέμα είναι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Εδώ προκύπτει το ερώτημα: Τι μπορεί να κερδίσει πραγματικά η Ελλάδα, αυξάνοντας τις αξιώσεις της όπως προτείνεται; Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μέλλον φαίνεται να δείχνει ότι η Ελλάδα χάνει, ενώ μπορεί να αποβεί άκαρπος ο «διάλογος».
Σε κρίσιμα ζητήματα, η στασιμότητα μπορεί να είναι πιο επωφελής από την «πρόοδο», εάν αυτή εξυπηρετεί αποκλειστικά τους στόχους του αντιπάλου. Εάν αυτό δεν ισχύει, τότε ίσως οι προηγούμενες κυβερνήσεις που επέλεξαν τη στασιμότητα αντί της προόδου να είχαν πιο σαφή αντίληψη του εθνικού συμφέροντος.
Πηγή: tovima.gr