Των Oscar Arce, Agostino Consolo, António Dias da Silva, Matthias Mohr (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα)*

  • Η ανεργία έχει μειωθεί μετά την κορύφωση της πανδημίας τον Αύγουστο του 2020, φτάνοντας σε ιστορικό χαμηλό τον Απρίλιο. Ωστόσο, παρόλο που περισσότεροι άνθρωποι πλέον έχουν δουλειά, εργάζονται, κατά μέσο όρο, λιγότερες ώρες. Σε αυτήν την ανάρτηση για το Blog της ΕΚΤ ρίχνουμε φως σε αυτή την ιδιαιτερότητα και γιατί έχει σημασία για τη συνολική δυναμική της αγοράς εργασίας.

Βλέποντας  κανείς την αγορά εργασίας στη ζώνη του ευρώ διακρίνει μια ιστορία επιτυχίας. Μετά από μια αρχική πτώση στην αρχή της πανδημίας, η απασχόληση ανέκαμψε γρήγορα. Μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2019 και του τέταρτου τριμήνου του 2022, οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν σε ποσοστό 2,3%, κάτι που είναι αρκετά εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς πόσο σοβαρός ήταν ο οικονομικός αντίκτυπος μετά από μία τέτοια συγκυρία. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των ατόμων που βρήκαν δουλειά εκείνη την περίοδο αυξήθηκε κατά 3,6 εκατομμύρια περίπου.

Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η μία πλευρά της ιστορίας – είναι πολύ σημαντική μεν, αλλά δεν προσφέρει μια ολοκληρωμένη  εικόνα της κατάστασης. Αξίζει λοιπόν να κοιτάξει κανείς πίσω από αυτούς τους τίτλους και να αναλύσει πόσες ώρες εργάζονται πραγματικά αυτά τα άτομα σε αυτές τις θέσεις εργασίας, δηλαδή με άλλα λόγια, αν έχουν μία εργασία  πλήρους απασχόλησης ή αν εργάζονται λιγότερες ώρες από ό,τι θα επιθυμούσαν στην πραγματικότητα. Για το σκοπό αυτό, κάνουμε μία διάκριση μεταξύ του μέσου όρου των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο και των συνολικών ωρών εργασίας για όλους τους εργαζόμενους.

Στη διάρκεια της παραπάνω περιόδου, ο μέσος όρος ωρών εργασίας μειώθηκε κατά 1,6% (Διάγραμμα 1, LHS). Αυτό μεταφράζεται  σε μία μείωση περίπου έξι ωρών ανά τρίμηνο και ανά άτομο σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Η μείωση του μέσου όρου των δεδουλευμένων ωρών ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά την έναρξη της πανδημίας, όταν τα προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας, που τα στήριζαν οι κυβερνήσεις, διευκόλυναν την προσαρμογή της αγοράς εργασίας στα νέα δεδομένα, καθώς οι εργαζόμενοι εργάζονταν απλώς λιγότερες ώρες (το λεγόμενο εντατικό περιθώριο). Ωστόσο, τρία χρόνια μετά το σοκ που έφερε η πανδημία, ο μέσος όρος ωρών εργασίας παραμένει σημαντικά υποτονικός σε σχέση με την απασχόληση, περιορίζοντας τη γενική αύξηση των ωρών εργασίας στο σύνολό τους. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Διάγραμμα 1: Συνολικές ώρες και μέσος όρος ωρών εργασίας

Μια σύγκριση της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρει γόνιμο έδαφος για να διατυπωθούν μερικές ενδιαφέρουσες απόψεις.[1] Οι δύο οικονομίες είχαν παρόμοιες προσαρμογές στο σύνολο των ωρών κατά την έναρξη της πανδημίας (Διάγραμμα 1). Ωστόσο, υπάρχει μια έντονη διαφορά όσον αφορά τον μέσο όρο των ωρών. Ενώ η προσαρμογή στη ζώνη του ευρώ έλαβε χώρα μέσω του εντατικού περιθωρίου (δηλαδή του μέσου όρου των ωρών εργασίας) μετά την ευρεία χρήση των προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση[2], οι αλλαγές στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ δεν επηρέασαν τον μέσο όρο των ωρών και ήρθαν κυρίως μέσω απολύσεων (δηλαδή το εκτεταμένο περιθώριο), με αποτέλεσμα το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας. Αυτό αποτυπώνεται επίσης στις διαφορετικές εξελίξεις στο ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ και σε αυτό των ΗΠΑ (βλ. Διάγραμμα 2). Καθώς η ανάκαμψη επικράτησε και λιγότεροι εργαζόμενοι παρέμειναν σε προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας, ο μέσος όρος ωρών εργασίας στη ζώνη του ευρώ ανέκαμψε. Παρά τη σταθερή αύξηση των μέσων ωρών εργασίας στις ΗΠΑ, φαίνεται, ωστόσο, ότι παρέμειναν κάτω από τα επίπεδα προ- κρίσης.

Αυτό θέτει φυσικά το εξής ερώτημα: τι οδηγεί στη μείωση των μέσων ωρών εργασίας στη ζώνη του ευρώ τη στιγμή μάλιστα που δημιουργούνται πολλές νέες θέσεις εργασίας; Διάφοροι παράγοντες ξεχωρίζουν ως πιθανές εξηγήσεις και διερευνώνται παρακάτω.

Διάγραμμα 2: Ανεργία και U7 για τη ζώνη του ευρώ

Ο κατασκευαστικός χώρος και οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν λιγότερες ώρες

Η μετριοπαθής ανάκαμψη των ωρών εργασίας σε σύγκριση με την απασχόληση ποικίλλει σημαντικά ανά τομέα. Τη μερίδα του λέοντος στην αύξηση της απασχόλησης την έχει το δημόσιο[3] κι ο κλάδος των κατασκευών: 1,5 ποσοστιαίες μονάδες από σύνολο 2,3% (Διάγραμμα 3 – μπλε στήλες). Αυτό αποτελεί το 65% της συνολικής αύξησης, παρόλο που οι δύο τομείς αποτελούν  περίπου το 30% της συνολικής απασχόλησης.[4] Ειδικότερα, ο δημόσιος τομέας σημείωσε μικρότερη αύξηση των δεδουλευμένων ωρών σε σύγκριση με τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης. Το Διάγραμμα 3 δείχνει τις συνολικές ώρες εργασίας σε όλους τους τομείς της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης και του μέσου όρου των ωρών εργασίας. Οι συνολικές ώρες δεν αυξήθηκαν πολύ σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα στους μεγαλύτερους τομείς της αγοράς, όπως είναι η βιομηχανία (εκτός του κατασκευαστικού τομέα) και οι υπηρεσίες της αγοράς.  

Διάγραμμα 3: Τομεακή συνεισφορά στο σύνολο των ωρών εργασίας

Πηγή: υπολογισμοί προσωπικού της ΕΚΤ με βάση στοιχεία της Eurostat.Σημείωση: Οι κίτρινες γραμμές αναφέρονται στην τομεακή συνεισφορά των μέσων ωρών εργασίας (AHW) στο σύνολο των ωρών. Οι μπλε στήλες αναφέρονται στη συμβολή της αύξησης της απασχόλησης (EMP) στις συνολικές ώρες. Η πράσινη γραμμή εμφανίζει τη συνολική συνεισφορά που προέρχεται από τη γεωργία. Το σύνολο Industry-Service* περιλαμβάνει όλους τους κλάδους και τις υπηρεσίες που αναμένονται για τον κατασκευαστικό και τον δημόσιο τομέα.

Συσσώρευση εργασίας 

Η συσσώρευση εργασίας εξακολούθησε να παίζει σημαντικό ρόλο ακόμα και μετά την πιο σοβαρή φάση της πανδημίας, αν και αυτό συνέβη για διαφορετικούς  λόγους από εκείνους που ίσχυαν στη διάρκεια του lockdown. Οι μέσες ώρες ανέκαμψαν σημαντικά το 2021 καθώς και στις αρχές του 2022. Ωστόσο, όταν η οικονομία επιβραδύνθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 ως απάντηση στο σοκ που προκάλεσαν οι τιμές της ενέργειας και στην αβεβαιότητα αναφορικά με τις οικονομικές επιπτώσεις από τον ρωσικό επιθετικό πόλεμο στην Ουκρανία, οι μέσες ώρες εργασίας παρέμειναν στάσιμες, ενώ η απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς. Οι επιχειρήσεις ήταν απρόθυμες να αφήσουν τους εργαζομένους να φύγουν παρά τους αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ειδικά τους ειδικευμένους εκείνους υπαλλήλους που θα τους ήταν χρήσιμοι στο μέλλον.[5]

Η συσσώρευση εργασίας μπορεί να εξηγηθεί λόγω της τρέχουσας στενότητας στην αγορά εργασίας, με τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας σε αριθμό ρεκόρ και το ποσοστό ανεργίας σε ιστορικό χαμηλό. Περίπου το 29% των επιχειρήσεων αναφέρουν την εργασία ως παράγοντα περιορισμού της παραγωγής, σε σύγκριση με το 17% περίπου που ήταν πριν από την πανδημία (Διάγραμμα 4).

Διάγραμμα 4: Ελλείψεις εργατικού δυναμικού στους διάφορους τομείς της οικονομίας

Πηγή: European Commission, Business and Consumer Survey.Σημείωση: Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού ορίζονται ως το ποσοστό των επιχειρήσεων που απαντούν ότι η εργασία είναι παράγοντας που περιορίζει την παραγωγή.

Μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων παίρνει αναρρωτική άδεια

 Ενώ οι μέσες ώρες εργασίας αυξήθηκαν μεταξύ του δεύτερου εξαμήνου του 2021 και του 2022, τα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αναρρωτικής άδειας είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζώνη του ευρώ. Διάφορες εθνικές πηγές από τις τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ επισημαίνουν ότι η αναρρωτική άδεια έχει αυξηθεί μεταξύ 10-30% σε σύγκριση με το 2021. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν προσωρινές αναρρωτικές άδειες, που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι παραμένουν στη μισθοδοσία των εργοδοτών τους. Τα στοιχεία για τη Γερμανία δείχνουν ότι οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας που χάθηκαν λόγω αναρρωτικής άδειας αυξήθηκαν από 68 σε 91 μεταξύ 2021 και 2022. Αυτό είναι περίπου το 1,8% του μέσου όρου των ωρών εργασίας του 2022.[6] Στοιχεία από πηγές για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία[7] παρουσιάζουν παρόμοια τάση, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Αυτό ενίσχυσε τον αντίκτυπο των περιορισμών της προσφοράς εργασίας σε μια περίοδο έντονης ζήτησης εργασίας, αλλά και χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.

Η ανακατανομή της απασχόλησης

Παρά τους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία, ο μέσος όρος των ωρών εργασίας στη ζώνη του ευρώ ακολούθησε μια μακροπρόθεσμη πτωτική τάση που οφείλεται σε δημογραφικούς παράγοντες και σε μία διαρκή ανακατανομή της απασχόλησης σε όλους τους τομείς.[8] Οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 6,8% μεταξύ 1995 και 2019, από 1.686 σε 1.571. Η σημαντική άνοδος της μερικής απασχόλησης ευθύνεται για το 80% της μείωσης του μέσου όρου ωρών μέχρι το 2014. Το αυξημένο ποσοστό των γυναικών που απασχολούνται εξηγεί το μειωμένο ποσοστό, δηλαδή 16%, των εβδομαδιαίων ωρών (οι γυναίκες εργάζονται κατά μέσο όρο 32 ώρες, ενώ οι άνδρες κατά μέσο όρο περίπου 39 ).[9]

Παρόλο που ένα μεγάλο μέρος της πτώσης μπορεί να αντανακλά τις προτιμήσεις των εργαζομένων – για παράδειγμα αύξηση του ελεύθερου χρόνου – ωστόσο υπάρχει περίπτωση να μην γίνεται εντελώς εθελοντικά. Πρόσφατα στοιχεία από την Έρευνα Καταναλωτικών Προσδοκιών της ΕΚΤ δείχνουν ότι ενώ περίπου το 20% των εργαζομένων θα ήθελε να εργάζεται λιγότερες ώρες, το 35% των εργαζομένων θα ήθελε να εργάζεται περισσότερο. Επιπλέον, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων μερικής απασχόλησης που θα επιθυμούσε να εργαστεί περισσότερες ώρες έχει μειωθεί από το 2019, εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου πέντε εκατομμύρια στο τέλος του 2022, εκ των οποίων περίπου το 28% είναι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης και το 43% είναι μεσαίας ειδίκευσης εργάτες.

Συμπεράσματα

Η αγορά εργασίας στη ζώνη του ευρώ έχει επιδείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης από την πανδημία. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό από το ρεκόρ των 165 εκατομμυρίων ατόμων που καταγράφηκαν στην απασχόληση στο τέλος του 2022. Το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας για ορισμένες σημαντικές κοινωνικο-δημογραφικές ομάδες, όπως οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι άνω των 55 ετών, εξακολουθεί να έχει κάποιο περιθώριο να αυξηθεί. Επιπλέον, καθώς η εισροή ξένων εργαζομένων θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, η προσφορά εργασίας θα εξακολουθήσει να αυξάνεται. Κι αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά στη δυνατότητα ανάπτυξης και στην οικονομική ευημερία της ζώνης του ευρώ.

Η υποτονική τάση των μέσων ωρών εργασίας, ωστόσο, μειώνει τη δυναμική ανάκαμψη των αριθμών στην απασχόληση και, ενδεχομένως, οξύνει την  ήδη υπάρχουσα ανησυχία για έλλειψη εργατικού δυναμικού που εκφράζουν πολλές επιχειρήσεις. Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες είναι πιθανό να εξαλειφθούν καθώς η οικονομία εξομαλύνεται και καθώς υποχωρούν οι τρέχουσες κλαδικές ανισορροπίες προσφοράς-ζήτησης. Η συσσώρευση εργατικού δυναμικού μπορεί να γίνει λιγότερο ελκυστική για τις επιχειρήσεις που έρχονται αντιμέτωπες με αυξανόμενα εργατικά και οικονομικά έξοδα, οδηγώντας σε ομαλοποίηση του μέσου όρου των ωρών εργασίας. Η πρόσφατη αύξηση στη ζήτηση αναρρωτικής άδειας μπορεί να επανέλθει[10], αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε με βεβαιότητα. Άλλοι παράγοντες, όπως το χαμηλότερο επίπεδο του μέσου όρου των ωρών εργασίας στο δημόσιο τομέα, ωστόσο, ενδέχεται να παραμείνουν. Σε κάθε περίπτωση, ο μεγάλος αριθμός ατόμων που επιθυμούν να εργάζονται περισσότερες ώρες απαιτεί μια εις βάθος αναθεώρηση των πιθανών εμποδίων στα θεσμικά πλαίσια των αγορών εργασίας της ζώνης του ευρώ, τα οποία, με τη σειρά τους, ενδέχεται να εμποδίζουν τόσο το ατομικό όσο και τα κοινωνικό  όφελος.

  • Ο Óscar Arce είναι Γενικός Διευθυντής στην ΕΚΤ, Ο Αntónio Dias da Silva είναι διευθυντής Οικονομολόγος, και ο Agostino Consolo Senior Team Lead – Economist / Οι απόψεις που εκφράζονται είναι αυτές των συγγραφέων και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωσυστήματος. 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

  1. See Box 1 “Comparing labour market developments in the euro area and the United States and their impact on wages” in article “Wage developments and their determinants since the start of the pandemic“, ECB Economic Bulletin, Issue 8/2022.
  2. Differently from the Global Financial Crisis, these schemes were widely used across all euro area countries, helping employed workers to keep their employment status even if they worked zero hours.
  3. We consider public employment to be all employment in activity sectors O to Q according to the classification used in Eurostat’s EU Labour Force Survey, namely public administration, defence, education, human health and social work activities.
  4. Public and construction sectors account for about 25% and 6% of employment, respectively. See “The role of public employment during the COVID-19 crisis”, ECB Economic Bulletin Box, Issue 6/2022.
  5. See “Main findings from the ECB’s recent contacts with non-financial companies“, ECB Economic Bulletin, Issue 1/2023.
  6. German Institute of Employment Research (IAB).
  7. Information from national social security agencies (INSEE for France, INPS for Italy and Seguridad Social for Spain). In France, the number of employees with at least one day of sick leave is reported to have increased by about 11% from 2021 to 2022. The total number of sick leave days in Italy increased by 34% in 2022 compared to the previous year. Information for sick leave in Spain points to a 30% increase in average monthly sick leave per employee in 2022 compared to 2021.
  8. See “Hours worked in the euro area”, ECB Economic Bulletin, Issue 6/2021.
  9. Eurostat Labour Force Survey data show that between 2002Q2 and 2013Q2 the share of part-time hours increased from 16% to 22%. Since then the share of part-time employment has stabilised, and even decline during the pandemic, meaning that the fall in weekly hours worked comes from full-time employment. The share of women in employment (aged 15-64) increased from 42.7% in 2002Q2 to 46.1% in 2013Q2 and 46.7% in 2022Q2.
  10. Regarding the cyclical pattern of sick leave see e.g. Pichler, S. (2015), “Sickness Absence, Moral Hazard, and the Business Cycle”. Health Economics, 24, 692–710.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο

Πηγή: economico.gr