Ορόσημο η Πώληση Μεριδίου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Εθνική Τράπεζα

Ορόσημο η Πώληση Μεριδίου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Εθνική Τράπεζα

Η πώληση του μεριδίου του ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Εθνική Τράπεζα συνιστά σημαντικό γεγονός στην αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s. Η ελληνική κυβέρνηση δημιούργησε το ΤΧΣ το 2010, στο πλαίσιο προσπαθειών για την σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους.

Με την υποστήριξή του, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα, καθώς και η Attica Bank, έχουν δει τη θέση τους να ενισχύεται, με την τρέχουσα αναλογία τους στο 98% του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε σύγκριση με το 68% το 2007. Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης έχουν συμβάλλει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των τραπεζών, με τη μέση αναλογία κόστους προς εισόδημα να μειώνεται στο 32,4% μέχρι τον Ιούνιο του 2024.

Σύμφωνα με τον S&P, οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να ανέρχεται στο 3,6% για τις τέσσερις D-SIB και στο 6,9% για το σύνολο του τραπεζικού τομέα. Αυτές οι εξελίξεις προσφέρουν ευνοϊκές προοπτικές κερδών για τις τράπεζες, υποδεικνύοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί σύντομα να αποσυρθεί πλήρως από τον εγχώριο τραπεζικό τομέα.

Η πώληση του 10% της Εθνικής Τράπεζας από το ΤΧΣ, που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2024, ακολουθεί άλλες σημαντικές πωλήσεις, συμπεριλαμβανομένου του 27% στην Τράπεζα Πειραιώς και του 22% στην Εθνική Τράπεζα. Αυτή η διαδικασία αποεπένδυσης, η οποία φτάνει το 72,5% της Attica Bank, αποδεικνύει τη σταδιακή έξοδο του ΤΧΣ από τις D-SIB.

Το θετικό κλίμα της αγοράς ενισχύεται περαιτέρω από τη συνεργασία μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως η UniCredit, με ελληνικές τράπεζες. Παρά την έξοδο του ΤΧΣ, ο S&P δεν αναμένει να επηρεαστεί η πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών, καθώς οι αξιολογήσεις του αντικατοπτρίζουν την υπόθεση προσωρινής και μη παρεμβατικής παρουσίας του κράτους.

Οι D-SIB επιδιώκουν να μειώσουν τα απομεινάρια των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC), που εξακολουθούν να επιβαρύνουν την πιστοληπτική ικανότητα τους, στόχος τους είναι να μειώσουν το ποσοστό των DTC στο 30% μέχρι το 2026 και κάτω από 20% έως το 2030 μέσω οργανικής δημιουργίας κεφαλαίου.

Πηγή: tovima.gr