Αυστηρή κριτική στην αποτελεσματικότητα των κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα ασκεί άρθρο που δημοσιεύτηκε στην γνωστή αμερικανική εφημερίδα New York Post.
To άρθρο υποστηρίζει ότι το εμπάργκο στις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας έχει αποτύχει ολοσχερώς και καλεί τις ΗΠΑ, αλλά και συνολικά τη Δύση να αναθεωρήσουν την τακτική τους και να προσεγγίσουν το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας με διαφορερικό τρόπο.
Το επίμαχο άρθρο
Αναλυτικά στο άρθρο σημειώνονται τα εξής:
«Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου, τα δυτικά έθνη, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και την Ευρώπη, έσπευσαν να επιβάλουν κυρώσεις στο Κρεμλίνο. Η δικαιολογία ήταν να τιμωρηθεί η Ρωσία για την εισβολή γκρεμίζοντας την οικονομία της. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν είπε μάλιστα στη δημόσια δήλωση του, ότι ο στόχος ήταν “να μετατρέψουμε το ρούβλι σε συντρίμμια”.
Οκτώ μήνες αργότερα, είναι σαφές ότι αυτό δεν λειτούργησε. Το ρούβλι δεν είναι “μπάζα” — στην πραγματικότητα, είναι ισχυρότερο από ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο τον Φεβρουάριο, έχοντας αυξηθεί περίπου 23% έναντι του δολαρίου. Γιατί οι κυρώσεις απέτυχαν παταγωδώς;
Με απλά λόγια: Ο πόλεμος και οι ίδιες οι κυρώσεις έχουν αυξήσει δραστικά το ενεργειακό κόστος. Δεδομένου ότι η κύρια εξαγωγή της Ρωσίας είναι τα ενεργειακά προϊόντα, αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία συσσωρεύει πλούτο. Τον Σεπτέμβριο του 2021, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας – το ποσό των χρημάτων που κερδίζει η Ρωσία από τους εμπορικούς της εταίρους – ήταν περίπου 75 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σήμερα είναι περίπου 198 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι πολιτικές κυρώσεων έχουν δημιουργήσει μια περίεργη κατάσταση στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πληρώνουν περισσότερα στην αντλία, και οι Ρώσοι κάθονται σε έναν αυξανόμενο σωρό μετρητών.
«Αυτή η κατάσταση δεν έχει νόημα»
Τον Φεβρουάριο, πολλοί υπέθεταν ότι αν σταματήσαμε να αγοράζουμε ρωσικά ενεργειακά προϊόντα, δεν θα υπήρχε κανένας άλλος να τα αγοράσει και η χώρα θα κατέρρεε. Χωρίς χρήματα στην τράπεζα, το Κρεμλίνο δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο. Αυτό όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, άλλες χώρες, κυρίως η Κίνα και η Ινδία, έχουν προχωρήσει και αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Δεν μπορείτε να έχετε απαγόρευση εξαγωγών χωρίς συνεργασία από τα περισσότερα έθνη.
Το ακόμα χειρότερο σε αυτή την κατάσταση είναι ότι αυτές οι χώρες λαμβάνουν ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο με έκπτωση. Ενώ οι Αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν μια περιουσία στην αντλία, και η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να παγώσει αυτό το χειμώνα λόγω έλλειψης ενέργειας, οι σύμμαχοι της Ρωσίας καταναλώνουν φθηνή ρωσική ενέργεια.
Προφανώς, αυτή η κατάσταση δεν έχει νόημα. Οι κυρώσεις μας βλάπτουν και ωφελούν τη Ρωσία και τους συμμάχους της. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Απαιτείται μια νέα προσέγγιση. Δεδομένου ότι η Ρωσία επωφελείται σαφώς από τις υψηλές τιμές της ενέργειας, το κλειδί είναι να προσπαθήσουμε να μειώσουμε αυτές τις τιμές. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζονται δύο βήματα.
Το πρώτο είναι αδιανόητο: Η Αμερική και οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να καταργήσουν τις κυρώσεις για το πετρέλαιο. Αυτό θα επιτρέψει στο ρωσικό πετρέλαιο να ρέει ελεύθερα στις παγκόσμιες αγορές και θα μειώσει την τιμή.
«Η τρέχουσα προσέγγιση έχει αποτύχει»
Αυτό δεν σημαίνει τη διακοπή της χρήσης οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να επιβάλλουμε τραπεζικές κυρώσεις σε ολιγάρχες και να χρησιμοποιήσουμε άλλους μοχλούς για να τιμωρήσουμε τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για την παράνομη εισβολή του.
Το δεύτερο βήμα είναι η αύξηση της παραγωγής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Αμερική έχει μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα ενέργειας στον κόσμο. Απλώς πρέπει να τα εκμεταλλευτεί. Αντί να εξαντλήσει τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να απελευθερώσει τον ενεργειακό τομέα και να του επιτρέψει να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις όπου χρειάζεται.
Η τρέχουσα προσέγγιση για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία έχει αποτύχει. Το ρούβλι είναι ισχυρότερο από ό,τι πριν από τον πόλεμο και το πολεμικό ήθος της Ρωσίας αυξάνεται λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας. Οι Αμερικανοί καταναλωτές υποφέρουν και οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν έναν άθλιο χειμώνα. Ας ενεργοποιηθούμε όλοι και ας μειώσουμε αυτές τις τιμές της ενέργειας — με κάθε μέσο».
Το πρόβλημα για τον Μπάιντεν
Κατ’ αρχάς, ένα caveat: σε αντίθεση με τους New York Times, η New York Post δεν θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρό ΜΜΕ. Aντιθέτως, παραδοσιακά αντιμετωπίζεται ως ένα σκανδαλοθηρικό φύλλο με συχνά προβληματικό περιεχόμενο, ενώ από το 1976, οπότε και την αγόρασε ο Ρούπερτ Μέρντοχ, έχει κάνει έντονη πολιτική στροφή υπέρ των Ρεπουμπλικάνων και υποστηρίζει συντηρητικές πολιτικές και θέσεις – χωρίς να σταματήσει να βγάζει σκανδαλοθηρικά και «περίεργα» θέματα.
Ωστόσο, η εφημερίδα έχει την τέταρτη μεγαλύτερη κυκλοφορία στις ΗΠΑ και η αρθρογραφία της επηρεάζει σημαντικά το πιο συντηρητικό κομμάτι των ψηφοφόρων, ενώ παράλληλα, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό και τις θέσεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για διάφορά ζητήματα – εν προκειμένω, τη στάση του GOP έναντι του πολέμου στην Ουκρανία και της στάσης που έχει τηρήσει η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Όπως έχει γράψει το economico.gr, κορυφαία στελέχη των Ρεπουμπλικάνων έχουν εκφράσει αντιρρήσεις σχετικά με τα τεράστια ποσά που οι ΗΠΑ ξοδεύουν για τον εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Με τις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου να πλησιάζουν και τους Δημοκρατικούς να κινδυνεύουν να χάσουν είτε τη Γερουσία είτε και ολόκληρο το Κογκρέσο, η κριτική έναντι των κυρώσεων κατά της Ρωσίας που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει επιπλέον απώλειες για τους Δημοκρατικούς και η επόμενη διετία να μετατραπεί σε «εφιάλτη» για τον Μπάιντεν, καθώς δεν θα μπορεί να περάσει τίποτα από το Κογκρέσο – συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων στήριξης της Ουκρανίας.


Πηγή: economico.gr